- ἔγγαυρον
- ἔγγαυρον· νοτερόν, ὑγρόν; also ἄωρον, πρόσφατον, Hsch. [full] ἔγγαυσον· ἔνσκαμβον, Id.; cf. γαυσός. [full] ἐγγέαβλος· νεωκόρος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.